κνήστις

κνήστις
κνῆστις, -εως και -ιος, ἡ (Α) [κνω]
1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη
4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» — τα ξέσματα τού τυριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνηστίς — κνηστίς, ίδος, ἡ (Α) [κνω] διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • κνῆστις — grater fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστίδα — κνηστίς hollow hair pin fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνηστίδι — κνηστίς hollow hair pin fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῆστι — κνῆστις grater fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνῆστιν — κνῆστις grater fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήστει — κνή̱στει , κνῆστις grater fem nom/voc/acc dual (attic epic) κνή̱στεϊ , κνῆστις grater fem dat sg (epic) κνή̱στει , κνῆστις grater fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κνήστεις — κνή̱στεις , κνῆστις grater fem nom/voc pl (attic epic) κνή̱στεις , κνῆστις grater fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”